Η ίδρυση και λειτουργία Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 1995 στο «Λευκό Βιβλίο για την εκπαίδευση και την κατάρτιση», με στόχο την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού. Μια από τις βασικές προδιαγραφές για τη συμβολή τους στην επίτευξη αυτού του στόχου είναι η διδασκαλία από εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό.
Σύμφωνα με το νόμο 3879/2010 για την «Ανάπτυξη της Δια Βίου Μάθησης», τα ΣΔΕ είναι δομές γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον Κανονισμό Οργάνωσης και Λειτουργίας των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας, «Τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) της χώρας είναι Σχολεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων, που λειτουργούν σύμφωνα με τη φιλοσοφία και τις αρχές της Εκπαίδευσης Ενηλίκων». Για την λειτουργία τους απαιτείται έμπειρο και εξειδικευμένο εκπαιδευτικό και συμβουλευτικό προσωπικό, το οποίο θα πρέπει να εξασφαλίζεται έγκαιρα, ώστε το σχολικό έτος να αρχίζει με όλους τους αναγκαίους διδάσκοντες στις θέσεις τους.
Συνεπώς η δυνατότητα να διδάσκουν σε ΣΔΕ καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με απόσπαση ή με διάθεση για συμπλήρωση ωραρίου, δεν εγγυάται ότι μπορούν να ανταποκριθούν με επάρκεια στο έργο αυτό, εκτός εάν έχουν παρακολουθήσει κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα εκπαίδευσης ενηλίκων ή είναι πιστοποιημένοι εκπαιδευτές ενηλίκων από τον ΕΟΠΠΕΠ.
Συνεπώς, η Επιστημονική Ένωση Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΕΕΕΕ) θεωρεί ότι οι αποσπασμένοι ή διατιθέμενοι εκπαιδευτικοί στα ΣΔΕ πρέπει να διαθέτουν τα παραπάνω προσόντα, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του δύσκολου έργου τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.