Ανάλυση: Είναι η ικανότητα διάκρισης ενός συνόλου στα συστατικά του μέρη. Η ανάλυση μπορεί να περιλαμβάνει την ικανότητα αναζήτησης και προσδιορισμού των στοιχείων που συνθέτουν το σύνολο, την ικανότητα εντοπισμού των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα διάφορα μέρη του συνόλου (π.χ. ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα σε στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, σχέσεις μεταξύ αιτίας και αποτελεσμάτων σε μία ενέργεια) ή την ικανότητα αναγνώρισης αρχών που συνδέουν, οργανώνουν και ενοποιούν τα στοιχεία ενός συνόλου.
Ανατροφοδότηση: Τα σχόλια και οι κρίσεις που δέχεται ένα άτομο αναφορικά με την επίδοσή του. Η ανατροφοδότηση βασίζεται στο σκεπτικό ότι με αυτό τον τρόπο το άτομο το άτομο μπορεί να βελτιωθεί περισσότερο σε αυτό που κάνει.
Αξίες: Καθορίζουν τι θεωρείται καλό να επιδιώκει κανείς, τι όχι και με ποιό τρόπο.
Αξιολόγηση: Ένας γενικός όρος ο οποίος περιλαμβάνει όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να αξιολογηθεί/κριθεί η απόδοση ενός ατόμου ή ομάδας.
Απασχολησιμότητα: Η δυνατότητα απασχόλησης ατόμων: σχετίζεται όχι μόνο με την επάρκεια των γνώσεων και των ικανοτήτων τους, αλλά επίσης με τα κίνητρα και τις ευκαιρίες που προσφέρονται σε άτομα που αναζητούν την απασχόληση.
Απολογιστική αξιολόγηση: Είναι η αξιολόγηση της οποίας σκοπός είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων και η διατύπωση κρίσεων σχετικά με την αξία ενός προγράμματος.
Άτυπη μάθηση: Η μάθηση που προκύπτει από δραστηριότητες της καθημερινής ζωής οι οποίες σχετίζονται με την εργασία, την οικογένεια ή τον ελεύθερο χρόνο. Δεν είναι διαρθρωμένη (από άποψη μαθησιακών στόχων, χρόνου μάθησης ή διδακτικής υποστήριξης) και τυπικά δεν οδηγεί σε πιστοποίηση. Η άτυπη μάθηση μπορεί να είναι σκόπιμη, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι σκόπιμη (ή είναι «απροσχεδίαστη»/τυχαία.
Αυτογνωσία: Η διεύρυνση της κατανόησης του τρόπου που σχετιζόμαστε με τους άλλους.
Βιωματική άσκηση: Πρόκειται για τη διαδικασία όπου οι εκπαιδευόμενοι καλούνται να ζήσουν και ενσυνείδητα να κατανοήσουν τις δικές τους σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις και αντιδράσεις σε μία κατάσταση. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με το να μοιραστούν απλά μια δική τους εμπειρία σχετική με το γνωστικό αντικείμενο, είτε με το να συμμετέχουν στην αναπαράσταση μίας κατάστασης – αληθινής η φανταστικής – την οποία εισάγει ο εκπαιδευτής με τη μορφή ενός γεγονότος ή περιστατικού κλπ. και που προσφέρεται ώστε οι συμμετέχοντες να κατανοήσουν βαθύτερα τις παραμέτρους της κατάστασης και να αναπτύξουν τις σχετικές ικανότητές τους.
Γνώση: Είναι η απομνημόνευση και ανάκληση πληροφοριών, γεγονότων, διαδικασιών, θεωριών κ.ά.
Δεξιότητες: Είναι η εφαρμογή τεχνικών γνώσεων και εμπειρίας που απαιτούνται για την άσκηση ενός έργου ή εργασίας.
Δημιουργικότητα: Μπορούν να επισημανθούν τέσσερα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται η δημιουργικότητα.
α. Η καινοτομία: οι δράσεις και τα προϊόντα τους πρέπει να έχουν χαρακτήρα ασυνήθιστο, πρωτότυπο, απρόβλεπτο, απρόσμενο, τολμηρό.
β. Η διαφοροποίηση, η ευελιξία, η σύνθεση: Πρέπει να συντελούνται σημαντικές μεταβολές και μεταλλάξεις στην προσέγγιση ενός θέματος, μιας άποψης ή στο χειρισμό ενός υλικού, να διαμορφώνονται εναλλακτικές λύσεις, να μπορούν να ακολουθούνται διαφορετικοί δρόμοι προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος, να υπάρχει ποικιλία προσεγγίσεων, να δίνεται έμφαση στις διασυνδέσεις και στην αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών ενός όλου, να επέρχεται σύνθεση των διαφόρων πλευρών, ιδίως των αντιτιθεμένων, σε νέες οντότητες.
γ. Η ανάπτυξη και προέκταση: Οι δράσεις και τα προϊόντα τους δεν πρέπει να εξαντλούνται μέσα από αλλεπάλληλες προσεγγίσεις. Όλα μπορούν να αναπτυχθούν και να επεκταθούν περαιτέρω, μέσα από νέους τρόπους.
δ. Η καταλληλότητα και το αποτέλεσμα: Η δημιουργική δράση δεν συντελείται στο κενό. Ταιριάζει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, είναι κατάλληλη για αυτό. Συνεπώς έχει στόχο, δομή, προγραμματισμό και συνοχή ενεργειών (ενώ ισχύει ταυτόχρονα η αρχή της μετάλλαξης και της ευελιξίας) και οδηγεί σε ουσιώδη αποτελέσματα.
Δια βίου μάθηση: Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα που αναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων, στο πλαίσιο μιας προσωπικής πολιτικής, κοινωνικής προοπτικής και/ή μιας προοπτικής που σχετίζεται με την απασχόληση.
Διαδικασία: Πρόκειται για σειρά ενεργειών που προτείνονται και ακολουθούνται για την υλοποίηση ενός έργου. Η διαδικασία δηλαδή είναι κάτι που διαμορφώνεται εκ των προτέρων για να οργανώσει μια δραστηριότητα, ενώ η διεργασία προκύπτει από τη ροή των όσων συμβαίνουν.
Διαμορφωτική αξιολόγηση: Είναι η αξιολόγηση της οποίας σκοπός είναι η βελτίωση της εσωτερικής λειτουργίας και των αναμενομένων αποτελεσμάτων ενός προγράμματος.
Διδακτική ενότητα: Mέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος. Ένα πρόγραμμα διαιρείται σε πολλές ενότητες και κάθε ενότητα οργανώνεται σύμφωνα με την στρατηγική της εκπαιδευτικής διεργασίας, η οποία εξαρτάται από το στόχο της ενότητας.
Διεργασία (=process) ομάδας: Η έννοια αναφέρεται στην αυθόρμητη ανάδυση αλληλουχίας γεγονότων όπως εκτυλίσσονται στη πορεία της ζωής ενός συστήματος, εν προκειμένω της ομάδας.
Διεργασία μάθησης: Είναι η αλληλουχία και η αλληλεπίδραση γεγονότων σε συγκεκριμένο χωρόχρονο, μέσα από τα οποία μαθαίνουν οι ενήλικες. Τα γεγονότα αυτά είναι ποικίλα (η διαμόρφωση του διδακτικού υλικού, τα ερεθίσματα προβληματισμού που δίνει ο διδάσκων στους διδασκομένους, οι αντιδράσεις και οι απορίες των διδασκομένων και ο τρόπος ανταπόκρισης του διδάσκοντος σε αυτές, η έκθεση των διδασκομένων σε νέες εμπειρίες και η διασύνδεση των τελευταίων με τη θεωρία, η εκπόνηση γραπτών εργασιών από τους διδασκομένους και η αξιολόγησή τους από το διδάσκοντα, η εξέλιξη των ανθρώπινων σχέσεων ανάμεσα σε διδάσκοντα και διδασκομένους, κ.ά.).
Εκπαίδευση: Σχεδιασμένη και συγκροτημένη μάθηση, που έχει σαφή στόχο και αποβλέπει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Με αυτή την έννοια η εκπαίδευση αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της μάθησης.
Εκπαιδευτής (ή εμψυχωτής): Eκείνος που σχεδιάζει προσωπικά εκπαιδευτικές συνεδρίες, καθορίζει τη στρατηγική της εκπαιδευτικής διεργασίας, επεξεργάζεται εκπαιδευτικές δραστηριότητες και εργαλεία και προσδιορίζει τους εκπαιδευτικούς στόχους.
Eκπαιδευτικά μέσα: Eργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτής στα πλαίσια των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων του. Tέτοια εργαλεία είναι το βίντεο, ο πίνακας, η μηχανή προβολής διαφανειών, τα αντικείμενα, τα έντυπα, τα παιχνίδια…
Eκπαιδευτικές δραστηριότητες: Aπασχόληση των εκπαιδευομένων ή του εκπαιδευτή κατά τη διάρκεια ενός εκπαιδευτικού προγράμματος. Tα διάφορα στάδια ενός προγράμματος (παρουσιάσεις, ασκήσεις, διαλείμματα, συζητήσεις) αποτελούν δραστηριότητες. Kάθε δραστηριότητα στηρίζεται σε μια τεχνική και σχετίζεται με μια μέθοδο.
Eκπαιδευτικές τεχνικές: Tεχνικές που χρησιμοποιεί ο εκπαιδευτής για να υλοποιήσει τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες: Eκπαιδευτικές τεχνικές αποτελούν η εισήγηση, η ομαδική συζήτηση, η μελέτη περίπτωσης, τα παιχνίδια ρόλων κ.ά.
Eκπαιδευτικοί στόχοι: Στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν από τους εκπαιδευομένους στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. O καθορισμός των στόχων γίνεται πριν από κάθε εκπαιδευτική διαδικασία. Ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει κάποιους στόχους και κάθε διδακτική ενότητα επίσης. Σύμφωνα με την τυπολογία των στόχων μιας διδακτικής ενότητας, θα επιλεγεί κάποια εκπαιδευτική στρατηγική.
Εμψύχωση: Η ανάπτυξη της δημιουργικής έκφρασης και των ικανοτήτων μέσα από σχέσεις με τους γύρω, που βασίζονται στη συνεργατικότητα, την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα, την αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Ενηλικιότητα: Τρόπος ύπαρξης που δίνει κύρος και δικαιώματα στα άτομα ενώ ταυτόχρονα τα επιφορτίζει με καθήκοντα και ευθύνες.
Εξειδίκευση: Είναι μια διαδικασία με βάση την οποία ένα άτομο ή μια μικρή ομάδα εκτελούν κάποια από τις αναγκαίες εργασίες για το σύνολο της κοινότητας και σε αντάλλαγμα δέχονται τις υπηρεσίες άλλων ατόμων ή ομάδων.
Εργασία σε ομάδες: Εκπαιδευτική τεχνική η οποία επιτρέπει στους εκπαιδευομένους να πραγματοποιήσουν μια δραστηριότητα σε μικρές ομάδες, εξασφαλίζοντας έτσι την αναγνώριση της αξίας καθενός και τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα της ομάδας.
Ικανότητες: Είναι η δυνατότητα του ατόμου να αξιοποιεί τις γνώσεις και δεξιότητές του για να ανταποκριθεί στις τρέχουσες συνθήκες και απαιτήσεις της απασχόλησής του αλλά και να προσαρμόζεται σε αλλαγές.
Kαταιγισμός ιδεών (brainstorming): Εκπαιδευτική τεχνική που επιτρέπει στην ομάδα των εκπαιδευομένων να παράγει ιδέες με πλήρη ελευθερία και να εκφράζεται.
Κατανόηση: Είναι η ικανότητα βαθύτερης σύλληψης ενός νοήματος, που υπερβαίνει την απλή γνώση. Η βαθύτερη αυτή σύλληψη μπορεί να εκφραστεί είτε ως ικανότητα ερμηνείας δεδομένων και εξαγωγής συμπερασμάτων είτε ως ικανότητα επέκτασης ή πρόβλεψης καταστάσεων, φαινομένων, ενεργειών.
Κατάρτιση: Είναι η εκπαίδευση που έχει περιορισμένους, συγκεκριμένους στόχους και αποσκοπεί κυρίως στη διδαχή «ορθών» τρόπων μάθησης που οδηγούν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων.
Κοινωνική ένταξη: Υφίσταται όταν οι άνθρωποι μπορούν να συμμετέχουν πλήρως στην οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική τους ζωή, όταν η πρόσβασή τους σε εισόδημα ή σε άλλους πόρους (προσωπικούς, οικογενειακούς, κοινωνικούς ή πολιτιστικούς) είναι επαρκής για να τους επιτρέπει να απολαμβάνουν ένα επίπεδο διαβίωσης που θεωρείται αποδεκτό από την κοινωνία στην οποία ζουν, και όταν έχουν πλήρη πρόσβαση στα θεμελιώδη τους δικαιώματα.
Κριτικός Στοχασμός: Η διεργασία με την οποία το άτομο στοχάζεται επάνω στις ίδιες του τις αξίες, πεποιθήσεις και εμπειρίες, επαναξιολογώντας την εγκυρότητά τους και τη λειτουργικότητα της σχέσης τους με την πραγματικότητα.
Μάθηση: διεργασία με την οποία μαθαίνουμε περιστασιακά μέσα από τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις μας και η οποία αφήνει ίχνη στη συμπεριφορά μας.
Μετασχηματίζουσα Μάθηση: Η θεωρία της Μετασχηματίζουσας Μάθησης του Jack Mezirow αναφέρεται στη διεργασία με την οποία οι εκπαιδευόμενοι επανεξετάζουν κριτικά τις δυσλειτουργικές παραδοχές και πεποιθήσεις τους και διερευνούν τρόπους για μια δημιουργική επανένταξή τους στην πραγματικότητα.
Ομάδα: Είναι μία ζωντανή αναπτυσσόμενη διεργασία, μοναδική στην κάθε της στιγμή και έκφραση, που εμπλέκει πολλές πλευρές της ανθρώπινης λειτουργίας και πολλά επίπεδα κοινωνικής οργάνωσης. Συναποτελείται από τα άτομα – μέλη της (ή υπο-ομάδες) που συσχετίζονται, αλληλεξαρτώνται και συναλλάσσονται. Βρίσκεται ενταγμένη, δηλαδή αποτελεί υποσύστημα, σε κάποιο ευρύτερο σύστημα, με το οποίο βρίσκεται σε συνεχή συναλλαγή και αλληλεξάρτηση.
Παιχνίδι ρόλων: Εκπαιδευτική τεχνική που επιτρέπει στον εκπαιδευόμενο να εφαρμόσει τις διδασκόμενες μεθόδους παίζοντας ένα ρόλο.
Παρακολούθηση: Η συστηματική συγκέντρωση στοιχείων με στόχο την ενημέρωση για την πορεία εφαρμογής ενός εκπαιδευτικού προγράμματος ή εκπαιδευτικού μέτρου.
Πιστοποίηση: Η διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικών ή διπλωμάτων, τα οποία αναγνωρίζουν τυπικά τα επιτεύγματα ενός ατόμου μετά από μια διαδικασία αξιολόγησης.
Προσόντα: Είναι το σύνολο γενικών και ειδικών γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων και επαγγελματικών στάσεων που απαιτούνται για την άσκηση ενός επαγγέλματος ή μιας ειδικότητας ή εξειδίκευσης.
Στάση: Σύστημα αξιών, βαθιά εσωτερικευμένων, ενός ανθρώπου, που χαρακτηρίζεται από διάρκεια και σταθερότητα, και τον οδηγεί προς ορισμένες μορφές συμπεριφοράς.
Συμβουλευτική: Η συζήτηση με κάποιο πρόσωπο που δεν εμπλέκεται άμεσα στην κατάσταση, αναφορικά με τις ιδέες που γεννήθηκαν και τις δυσκολίες που αντιμετωπίστηκαν από την εμπειρία με τις ομάδες.
Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση (Σ.Ε.Κ.): Κάθε μορφή δια βίου επιμόρφωσης, κατάρτισης και επανακατάρτισης η οποία απευθύνεται στο εργατικό δυναμικό και συμπληρώνει δεξιότητες και γνώσεις που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και της αρχικής κατάρτισης ή στο πλαίσιο προηγούμενης απασχόλησης με στόχο την ένταξη στην αγορά εργασίας ή τη διασφάλιση και βελτίωση της θέσης εργασίας.
Σύστημα: Ο όρος σημαίνει ότι ένας αριθμός από διεργασίες βρίσκονται σε α) αλληλεξάρτηση, β) αλληλοσυσχέτιση, γ) συναλλαγή. Ο όρος «συναλλαγή» σημαίνει ότι το Α βρίσκεται σε διεργασία με το Β και αυτό σημαίνει ότι το Α μεταλλάζει το Β τον ίδιο ακριβώς χρόνο που το ίδιο μεταλλάσσεται και αυτό.